- σκλιβώνω
- Ν(μτβ.) σκληραίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. στλιβώνω < αρχ. στιλβώνω (πρβλ. σκλάβος), ενώ, κατ' άλλους, από σκληβός «σκληρός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek